- αιμομιξία
- και αιμομειξία, η (Μ αἱμομιξία)σαρκικές σχέσεις μεταξύ συγγενών εξ αίματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + μίξις (-η)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… … Dictionary of Greek
αδελφοκοιτία — ἀδελφοκοιτία, η (Α) αιμομιξία με αδελφό ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κοίτη] … Dictionary of Greek
αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ … Dictionary of Greek
αιμομικτικός — ή, ό και αιμομεικτικός [αιμομίκτης] ο σχετικός με την αιμομιξία … Dictionary of Greek
θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] … Dictionary of Greek
μητρομιξία — και μητρομειξία, ἡ (Α) η σαρκική επαφή με τη μητέρα, αιμομιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ μητρός + μιξία (< μίχτης < μίγνυμι / μείγνυμι), πρβλ. θεομιξία] … Dictionary of Greek
μιαιγαμία — μιαιγαμία, ἡ (ΑΜ) μιαρός, παράνομος γάμος, αιμομιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + γαμία, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιγάμος] … Dictionary of Greek
μιαιφθορώ — μιαιφθορῶ, έω (Α) διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μιαιφθόρος (πρβλ. θυμο φθορώ)] … Dictionary of Greek
Άμμαν — Βιβλικό πρόσωπο, που αναφέρεται και με το όνομα Αμμών. Είναι ο γενάρχης του λαού των Αμμωνιτών. Γεννήθηκε έπειτα από αιμομιξία του Λωτ με μια θυγατέρα του (Γεν. Θ’, 30 38) … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek